Wednesday 29 October 2014

O Ξυπόλητος θύτης

                                                        http://www.bigcitylit.com/jul2002/default.htm

Ουφφφ... Να είμαι και εγώ εδώ χιλιοταλαιπωρημένος και καταιδρωμένος (αλλά ΑΛΛΑ όχι και τελευταίος). Πλέον μετράω ένα μήνα στο Βερολίνο και μπορώ να πω ότι είναι μια εμπειρία την οποία δεν μπορώ σε καμία περίπτωση να περιγράψω μέσα σε ένα ποστ (θέλουμε πλούτη και δημοσιότητα σε αυτή τη ματαιότητα που λέμε κόσμο και συνεπώς πρέπει να προσπαθήσουμε να κλέψουμε και τις εντυπώσεις λιγάκι)

Τις τελευταίες μέρες που έχω, επιτέλους, σταθερό ίντερνετ έχω βρεθεί στο ύστατο μου υπαρξιακό δίλημμα: Τι να πρωτογράψω;Ναι εντάξει θα σας ζαλίσω λίγο με μένα που ανακαλύπτω τον κόσμο αλλά πρέπει να κάνω και εγώ μια καλή αρχή, να τα περιέχει λίγο όλα, αλλά να κλείνει το μάτι και για περισσότερα. Μέρα ενοποίησης, νέα Κολωνία, η συλλογική κατοικία, βαλκανικά πάρτυ, μπύρες, τρελές καταστάσεις, νεύρα , όλα ανεμειγμένα για να βγει μια καλή ιστορία Χμμμ (εγώ  και η προφορικότητά μου κάποια στιγμή πρέπει να ξεκόψουμε νομίζω) δεν θα πω τίποτα από όλα αυτά.
Αντιθέτως ξέρω κάτι που είναι μακρά πιο ενδιαφέρον και θα μπορούσα με αυτό να κάνω μια πολύ καλή αρχή

Λοιπόν η αλήθεια είναι ότι το να πιάσεις κουβέντα με έναν Γερμανό σε μία συζήτηση που δεν θα περιορίζεται στο τυπικό γεια, τι κάνεις είναι ένας αρκετά δύσκολος άθλος, ο οποίος κατά αδικία παράφορη δεν έχει συμπεριληφθεί στους άθλους του Ηρακλή, αλλά βέβαια άμα έχεις τη διαιτησία του ολυμπιακού κατεστημένου με το μέρος σου τη βγάζεις  καθαρή με μία ντουζίνα αγγαροδουλειές. Ακόμα και το γεια,το οποίο δεν είναι απαραίτητο ότι θα στο πούνε ειδικά στη σχολή μου, βγαίνει με ένα ζόρι,με ένα αντιστασιακό σθένος, ναι σε χαιρετάω αλλά μη νομίζεις ότι το θέλω και όλας.

Εξυπηρετικοί μεν αλλά...
Συνεπώς όπως είναι εύκολο να καταλάβει κανείς, τις περισσότερες φορές στα κενά μου τη βγάζω με τη Πολωνέζα Τίνα και με λίγα παιδιά ακόμα. Πάντως με Γερμανό να πιάσω χαλαρή κουβέντα λίγο δύσκολο εως αδύνατο. Κάτι το οποίο όσο να το πεις σου χτυπάει τον εγωισμό σου λίγο άσχημα. Γιατί ρε γαμώτο τι κάνω λάθος; Αυτή η σκέψη ακόμα και τώρα με ψιλοσουβλίζει γιατί όταν είσαι μακριά από το σπίτι σου δεν είναι και το πιο ευχάριστο συναίσθημα να νιώθεις ότι δεν μπορείς να μοιραστείς με κάποιον μια ανθρώπινη κουβέντα, ότι μετά από μια δύσκολη μέρα στο απαιτητικό γερμανικό πανεπιστήμιο. Έστω για να πω αυτή τη βλακεία την οποία σκεφτόμουν μερικά λεπτά στο μάθημα ενώ ανακάτεβα αφηρημένα τα μαλλιά μου με το μολύβι (κακή συνήθεια το ξέρω αλλά...).
Για να μην τα πολυλογώ η ίδιες σκέψεις με ψιλοβασάνιζαν όταν συζητούσα με μία Ελληνίδα συμφοιτήτρια μου στο κεντρικό πλατύσκαλο του κτιρίου της σχολής μας, που φέρνει αρκετά σε καθολικό καχητικό. Ξαφνικά εμφανίζεται ο Δημήτρι. Ένα παιδί αρίων χρωμάτων (ξανθος, γαλανομάτης) με μια παιδική αφέλεια να είναι χαιδεμένη στο πρόσωπό του. Κλείνει η πόρτα πίσω του με ένα πνιχτό τρίξιμο και το βλέμμα του αποκτά ένα μεγάλο χαμόγελο και έρχεται κατά το μέρος μας. Σταματάει καιμε κοιτάζει ξανά. Για μια στιγμή σάστισα αλλά μετά θυμήθηκα το παρασυνθηματικό αυτού του αερικού και του έδωσα μια αγκαλιά. Το συνέστησα με την Κική και ξεκινήσαμε να μιλάμε (στα γερμανικά για όποιον του έχει γεννηθεί η ακαταμάχητη απορία).

Η Κική κοιτούσε με αρκετή παραξενιά κάτι το οποίο ήταν προφανές σαν τα ρούχα του αυκράτορα. Ο Δημήτρι είχε έρθει ξυπόλητος. Η αλήθεια ήταν ότι ήταν η δεύτερη φορά που τον έβλεπα ,και τις δύο χωρίς παπούτσια, αλλά ποτέ δεν θεώρησα ανάγκη να τον ρωτήσω. Η Κική όμως με μία εξίσου παιδική παρορμητικότητα χωρίς πολλά πολλά τον ρώτησε :
-γιατί δεν φοράς  παπούτσια;
τότε εκείνος πλάτυνε το χαμόγελό του τονίζοντας άσχημα το άσπρο του πρόσωπο και κοίταξε κάτω στο πάτωμα. Μας ξανακοίταξε με ένα βλέμμα έτοιμο να ξεσπάσει στα γέλια και μας είπε
-πράγματι! Δε φοράω παπούτσια! Είμαι ξυπόλητος!
-- και γιατί δεν φοράς παπούτσια, γιαγιάκα; ρώτησε η Κική σε ρόλο Κοκκινοσκουφίτσας
- Απλό! Γιατί δεν θέλω να φοβάμαι να πληγωθώ
Εκεί δεν κρατήθηκα και τον κοίταξα με γουρλωμένα μάτια
Μπορεί να ήταν, σίγουρα τώρα που το ξανασκέφτομαι, η πιο απλοική και παρανοική απάντηση που θα μπορούσε να δώσει ένας politically correct ανορθόδοξος αλλά δεν ξέρω το φάνηκα απίστευτα όμορφο. Για να μην φοβάμαι ότι θα πληγωθώ.... Δεν θα το εφάρμοζα αλλά να μια όμορφη σκέψη. Να την πάρεις, να την καρφιτσώσεις στο δωμάτιο σου ώστε να είναι το τελευταίο πράγμα που θα δεις από το κρεβάτι σου πριν κοιμηθείς
ΚΑΤΩ ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ! ΕΞΩ Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ
τρελό όσο και να ακούγεται πράγματι είναι όμως τόσο ανθρώπινο και απαλλαγμένο από τη χυδαιότητα που έχουμε συνηθίσει όλο αυτό το διάστημα να λέμε με απάθεια
Ε ναι λοιπόν ο Δημήτρι όποτε μπορεί βγαίνει στους δρόμους ξυπόλητος και δεν φοβάται. Χαμογελάει όσο μπορεί και τον ευχαριστεί. Είναι ελεύθερος, ευτυχισμένος και στο χαρίζει τόσο απλόχερα που σχεδόν σου έρχεται να βάλεις τα κλάμματα από αυτή τη γενναιοδωρία
Και για να εξηγηθώ καλύτερα: Όλοι μας θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι (μέσω της παντρειάς, μιας καλής δουλειάς, ψάχνοντας την περιπέτεια ακόμα και στο απέναντι περίπτερο) είναι όμως τόσο ιδιωτικά, τα κρατάμε σφιχτά για τους εαυτούς μας. Γινόμαστε και εμείς στερεοτυπικοί Γερμανοί με τον αδιαπέραστο τοίχο που βάζουν τα ιδεολογικά πειθαρχημένα μας πιστεύω. Είμαστε ευτυχισμένοι και αυτό ήταν. Ακόμα και όταν μιλάμε δημόσια δεν μπορούμε να αγγίξουμε τους άλλους πέρα από το θαυμαστικό μα και επιφανειακό επιφώνημα που μπορεί να μας πουν. Γιατί μόνο έτσι θα εξαναγκάσουμε τους άλλους να χωρέσουν στα μικρόψυχά μας κουτιά. Αυτοί θα στριμωχτούν και εμείς θα στριμωχτούμε και κάπως έτσι θα γυρίσουμε με το νυχτερινό λεωφορείο εντελώς μόνοι.
Ο Δημήτρι ωστόσο σε κάνει χαρούμενος γιατί είναι ο ίδιος και το πιστεύει με μια απίστευτη σιγουριά. Εκτελεί κάπως έτσι ένα ανήκουστο έγκλημα κατά της δικής μας  ανθρωπότητας

ΥΓ: Ναι είμαι καλά

1 comment:

Anonymous said...

Χάπι νιού γίαρ παιδιά!