Tuesday 17 June 2014

The Escapist of Rethymnon

Οι βαλτώδεις καταστάσεις όπου πνίγονται πολύ συχνά οι άνθρωποι είναι ένα θέμα που πολύ συχνά με απασχόλησε. Ειδικά στην επαρχία αυτό λαμβάνει τη μορφή αργού και σιωπηλού θανάτου. Και αυτό γιατί στις μικρές κοινωνίες όπου οι πολύ σφιχτές δομές δεν σου επιτρέπουν να ξεκινήσεις μια καινούργια αρχή, σου μένουν οι τρεις πολύ "δημιουργικές" επιλογές: ή να κάνεις τον τρελό-ανόητο ή να προσαρμοστείς σε κάτι που πάλαι ποτέ απεχθανόσουν ή να αποχωρήσεις από τα κόσμια σαν άλλος μισάνθρωπος.
Ευτυχώς δεν είχα φτάσει στο σημείο να γίνω κοσμοκαλόγερος αλλά κρυφά τα βράδια δοκίμαζα τα ράσα να δω αν μου πάνε. Αυτό ξεκίνησε στα τέλη του δεύτερου έτους: άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι η παρέα μου βρισκόταν σε ένα φαύλο κύκλο (πχ η Μαρίνα μου παραπονιόταν για το πόσο την πρήζει η Χριστίνα, όλοι στην παρέα θέλανε τα ίδια στέκια ξανά και ξανά, τα θέματα συζήτησης ανακυκλούμενα κτλ) το οποίο με οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι όλα μένανε στάσιμα. Το ίδιο καλοκαίρι έπιασα δουλειά σαν εθελοντής σε πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μου βγήκε ο πάτος (γιατί κύριε καλλιτεχνικέ διευθυντά εμείς δουλεύαμε) ωστόσο τότε άρχισα να συνειδητοποιώ ότι ο τρόπος που μου αρέσει να ζω, ο οποίος διαφέρει από το να μεθάς και να κλαμπάρεις αδιάκοπα, μπορεί να μου προσφέρει πολλά περισσότερα από το να κάθομαι στο Ρέθυμνο. 
Το καλοκαίρι έφυγε και το πήρε ο Σεπτέμβρης οπότε και ξαναγύρισα Ρέθυμνο με την απόφαση αργά η γρήγορα να φύγω από το Ρέθυμνο-Κρήτη. Ξεκίνησα Γερμανικά (όπου διάβαζα σαν τρελός) κατάφερα και πήρα πανεπιστημιακό σεμινάριο αρχαίου δράματος  με μία πολύ απαιτητική καθηγήτρια, όλα με στόχο να καταφέρω να θέσω καινούργιους στόχους και να ταρακουνήσω το όλο κλίμα βαρεμάρας. Μόνο που ο χρόνος μου,τα χρήματα και η διάθεση που περίσσευαν ήταν ελάχιστα. Συνεπώς ήταν αδύνατο ακόμα και αν ήθελα να βγαίνω με την παλιά μου παρέα με την οποία άρχισα να απομακρύνομαι όλο και πιο πολύ (άλλωστε η σκοτεινή επιρροή της raven είχε ήδη ξεκινήσει). 
Από το σημείο αυτό όμως και έπειτα τα πράγματα πήραν μια παράλογη άλλα άκρως επαρχειώτικη τροπή. Η "παρέα" με έπαιρνε συχνά τηλέφωνα για να βγούμε και να πιέζει, να πιέζει. Εγώ ήμουν εκεί στο στόχο μου, δεν ήθελα να τα παρατήσω γιατί δεν θα μου το συγχωρούσα να γυρίσω πάλι στα ίδια, στην άνια και σε κάτι που για μένα δεν είχε αύριο. Ωστόσο για αυτούς  η λέξη όχι μεταφράστηκε σαν απόρριψη και άρχισαν τα προκλητικά κουνήματα του δαχτύλου για το τι οφείλω στην παρέα. Συνεχίστηκε ένας ψυχολογικός πόλεμος χωρίς προηγούμενο.
 Το κορυφαίο ήταν μέσα στην εξεταστική όπου είχα επικοινωνία μόνο με 3 άτομα. Η παρέα είχε φάει το οριστικό χ μετά από μια επεισοδιακή νύχτα της οποίας η περίληψη ήταν << Δεν σου λέμε να κάνεις αυτό που σου λέμε (να βγαίνεις,να μεθάς). Αλλά έτσι που πας θα γίνεις ένας 50άρης με απωθημένα>>  . Κάποια στιγμή κοιτάω το τηλέφωνό μου και βλέπω γύρω στις 50 κλήσεις από τις οποίες 10 από την παρέα και 40 από ένα άγνωστο νούμερο. Το Άγνωστο νούμερο ξαναχτύπησε. <<Ρε λες να είναι η Ειρήνη που είχε χειρουργείο το πρωί;;>> σκέφτηκα και το σήκωσα. Λάθος. Ήταν μια φίλη ενός παιδιού η οποία είχε αυτοανακηρυχθεί ανακρίτρια και με έλεγε άνανδρο, ότι τους ανησύχησα, ότι δεν πρέπει να σηκώνομαι να εξαφανίζομαι, να φοράω τη ζακέτα μου κτλ. Κάποια στιγμή απομάκρυνα το ακουστικό για να μην ακούω τη φωνή της. Άλλωστε ό,τι και να έλεγε είχα φτάσει σε ένα συμπέρασμα. Τους σιχαινόμουν. 
Τις προάλλες  πέτυχα τη συγκεκριμένη κοπέλα στο δρόμο συνεχόμενα δύο μέρες. Πιο απειλητική. Πιο επιδεικτική. Έκανε σκηνές μπροστά σε δύο φίλους μου ξεχωριστά (ο ένας δεν μιλούσε καν Ελληνικά οπότε φανταστείτε τραγελαφικές καταστάσεις). Ήθελε να με "συμμορφώσει" σε όλο το Ρέθυμνο, να δείξει ότι έχει δύναμη. Την πρώτη φορά κόμπλαρα, τη δεύτερη απάντησα ευγενικά χωρίς να χάσω την ψυχραιμία μου γιατί δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια αξία να τσακωθείς 10μέρες πριν φύγεις και με κάποιον ο οποίος αντλεί ηδονή από τους τσακωμούς. Σε κάθε περίπτωση όμως αυτή ήταν η κοινωνία που έμενα. Όποιος έχει φωνή και θέλει να εκβιάσει κάποιον, τον εκθέτει, τον ταπεινώνει. Αν διαφέρεις σαν ιδιοσυγκρασία, ακόμα χειρότερα για σένα που θα εναντιωθείς σε μία τέτοια κοινωνία. Ή θα βουλιάξεις ή θα γίνεις ο βάλτο. Δεν θα Μια αναφέρω κάποιο παράδειγμα, η εμπειρία αρκεί. Εγώ όμως, όπως και άλλοι, επέλεξα να φύγω. και καλή. 
Η επαρχία όμως θα παράγει και άλλες τέτοιες παρέες και άλλα θύματα και άλλους που θα εξαναγκαστούν να φύγουν και άλλους που θα συμβιβαστούν και άλλους που θα μείνουν άωσμοι, άγευστοι και άχρωμοι. Μπορεί να επιβιώσει όμως ένας τόπος με αυτό τον ρυθμό;;


1 comment:

Anonymous said...

Καταλαβαίνω πολύ καλά τι λες. Είμαι βλέπεις κι εγώ μια διαφορετική ιδιοσυγκρασία από τους ντόπιους στην επαρχία που ζω. Είχα την τύχη όμως να βρω και 3-4 ντόπιους που κουβαλάν κι αυτοί τα δικά μου μυαλά και δέσαμε. Οι υπόλοιποι με θεωρούν σνομπ, που μπορεί και να είμαι, αλλά ποσώς με ενδιαφέρει. Ας με θεωρούν!
Πάντως για κανένα λόγο να μην τσακωθείς. μην τους δίνεις τέτοιου είδους ικανοποίηση.
Κατά τα λοιπά, εάν θέλουν να επιβιώσει ο τόπος τους, ας κάνουν προσπάθεια να αλλάξουν τρόπο σκέψης και συμπεριφορά. Λέω εγώ τώρα...